- ανομοιοκατάληκτος
- -η, -ο (AM ἀνομοιοκατάληκτος, -ον)αυτός που δεν έχει την ίδια κατάληξη με άλλον, ανομοιοτέλευτος («στίχοι ανομοιοκατάληκτοι» — στίχοι που δεν έχουν ομοιοκαταληξία).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανομοιοκατάληκτος — ανομοιοκατάληκτος, η, ο και ανομοιοκατάληχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει όμοια κατάληξη σχετικά με άλλον: Οι στίχοι πολλών δημοτικών τραγουδιών είναι ανομοιοκατάληχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνομοιοκατάληκτον — ἀνομοιοκατάληκτος with different terminations masc/fem acc sg ἀνομοιοκατάληκτος with different terminations neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομοιοτέλευτος — η, ο 1.ανομοιοκατάληκτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ανομοιοτέλευτο η ανομοιοκαταληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + τελευτή. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ετεροκατάληκτος — η, ο (για ποιητ. στίχ.) αυτός που έχει διαφορετική κατάληξη, ο ανομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κατάληκτος (< καταλήγω, πρβλ. α κατάληκτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
ετεροκατάληκτος — η, ο για στίχους ποιήματος, ο ανομοιοκατάληκτος (αντίθ. ομοιοκατάληκτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)